- προνομευτής
- ὁ, Α [προνομεύω]στρατιώτης που μετείχε σε επιχειρήσεις προνομείας*. λεηλασίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προνομευτῶν — προνομευτής forager masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)